- οδοντισμός
- ὀδοντισμός, ὁ (Α) [οδοντίζω]τρόπος με τον οποίο έπαιζαν τον αυλό μιμούμενοι το τρίξιμο τών δοντιών τού φιδιού Πύθωνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀδοντισμός — gnashing of the teeth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντισμόν — ὀδοντισμός gnashing of the teeth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδόντισμα — ὀδόντισμα, τὸ (Α) [οδοντίζω] οδοντισμός* … Dictionary of Greek